- βούλιαγμα
- το1. καταβύθιση, καταποντισμός2. καθίζηση, κατάρρευση3. λάκκος, βαθούλωμα4. ηθική ή οικονομική καταστροφή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βούλιαγμα — το 1. η καταβύθιση, ο καταποντισμός: Το βούλιαγμα της βάρκας οφειλόταν στο υπερβολικό φορτίο. 2. η κατάρρευση, η καθίζηση: Οι σεισμοί προκάλεσαν το βούλιαγμα της γεφυρούλας που ένωνε τις δύο πλευρές του δρόμου. 3. το βαθούλωμα, ο λάκκος: Τα πολλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταβύθιση — η 1. το να καταβυθιστεί κάτι, το βούλιαγμα, ο καταποντισμός («η καταβύθιση τού πλοίου») 2. ο σχηματισμός ιζήματος, καθίζηση 3. χημ. διεργασία κατά την οποία σχηματίζεται μια αδιάλυτη στερεά ουσία μέσα σε ένα διάλυμα 4. γεωλ. κατακόρυφη προς τα… … Dictionary of Greek
κατακάθισμα — το [κατακαθίζω] 1. καθίζηση, υποχώρηση, βούλιαγμα 2. κατακάθι* 3. καθησύχαση, κατευνασμός … Dictionary of Greek
καταπόντιση — η (Μ καταπόντισις) [καταποντίζω] καταβύθιση στη θάλασσα, βούλιαγμα, πνίξιμο νεοελλ. ιατρ. είδος θανάτου από ασφυξία με βύθιση τού κεφαλιού μέσα στο νερό μσν. είδος ποινής ή θρησκευτικής πράξης κατά την οποία έριχναν τον ένοχο ζωντανό στη θάλασσα… … Dictionary of Greek
φουντάρισμα — το, Ν [φουντάρω] 1. βίαιη βύθιση, καταβύθιση, βούλιαγμα 2. πόντιση τής άγκυρας, αγκυροβόλημα … Dictionary of Greek
βύθιση — η 1. το βούλιαγμα, ο καταποντισμός: Η φοβερή τρικυμία κατέληξε στη βύθιση του πλοίου. 2. μτφ., λήθαργος, νάρκη: Έπεσε σε βύθιση από την πολλή στενοχώρια του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάθισμα — το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καθίζω, ο τρόπος που κάθεται κάποιος: Τι προκλητικό κάθισμα είναι αυτό! 2. κατολίσθηση, βούλιαγμα: Αυτή η πολυκατοικία έπαθε ένα μικρό κάθισμα. 3. καρέκλα, θρανίο, σκαμνί κ.ά. Δεν υπάρχουν καθίσματα για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθίζηση — η κατολίσθηση, βούλιαγμα: Στο δρόμο μεταξύ Αιγίου και Πατρών έγιναν τελευταία πολλές καθιζήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταβύθισμα — το βούλιαγμα: Βλέπαμε το καταβύθισμα του ακυβέρνητου πλοίου από μακριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατακάθισμα — το 1.καθίζηση, υποχώρηση, βούλιαγμα. 2. κατακάθι (βλ. λ.). 3. μτφ., ηρέμηση, καλμάρισμα, κατευνασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)